Μανούσακας

Μανούσακας
Προσωνυμία του Κρητικού οπλαρχηγού Μανούσου Πατακού. Καταγόταν από τη Νίμπρο των Σφακίων. Όταν άρχισε η Επανάσταση, ο Δασκαλογιάννης τον έστειλε στις επαρχίες Αγίου Βασιλείου, Ρεθύμνου και Αμαρίου για να τρομοκρατήσει τους Τούρκους. Μετά τη διάψευση κάθε ελπίδας για ρωσική βοήθεια, επέστρεψε στα Σφακιά και πήρε μέρος στην άμυνα κατά των Τούρκων οι οποίοι είχαν εκστρατεύσει εναντίον τους από το Ρέθυμνο, Χανιά και Ηράκλειο. Το 1774 οργάνωσε εκστρατεία ως αρχηγός σώματος Σφακιανών κατά του αρχηγού των γενιτσάρων Aληδάκη, ο οποίος βρισκόταν στο χωριό Μπρόσνερο, και κατόρθωσε να καταλάβει τον πύργο του και να τον σκοτώσει. Εγγονός του Μ. ήταν ο Αναγνώστης Μανουσογιαννάκης, ο οποίος διακρίθηκε στους επαναστατικούς αγώνες από το 1821 έως το 1830.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μανούσακας, Μανούσος — (Ρέθυμνο 1914 –). Ιστορικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Σορβόνη. Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ και στα δύο (το 1951 της Σορβόνης και το 1960 του… …   Dictionary of Greek

  • АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… …   Православная энциклопедия

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

  • Liste des membres de l'Académie d'Athènes — Liste des membres de l Académie d Athènes, l académie nationale des Sciences, Humanités et Beaux Arts de Grèce. Liste 1926 (membres fondateurs nommés dans la charte de l Académie) Dimitrios Aeginitis  …   Wikipédia en Français

  • Παττακός — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, η οποία καταγόταν από τον βυζαντινό οίκο των Σκορδιλών. Οι Παττακοί, στους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Ίμπρος (Νίμπρος) των Σφακίων και πήραν διάφορα επώνυμα, όπως Βολουδάκης,… …   Dictionary of Greek

  • АРСЕНИЙ МОНЕМВАСИЙСКИЙ — [в миру Аристовул Апостолис (Апостолиос, Апостолидис); греч. ̓Αποστόλης, ̓Αποστόλιος, ̓Αποστολίδης] (ок. 1468, Хандак (совр. Ираклион, Крит) 30.04.1535, Венеция), митр., греч. ученый и переписчик рукописей. Сын Михаила Апостолиса. Начальное… …   Православная энциклопедия

  • АФАНАСИЙ V — (Маргуний), Патриарх К польский (27/28.05.1709 4.12.1711). Род. на о ве Крит; учился в ун те г. Галле (Саксония), где получил прекрасное образование, знал лат., араб., нем. языки. Занимал кафедру митр. Тырновского и Адрианопольского (ок. 1692).… …   Православная энциклопедия

  • АФАНАСИЙ РИТОР — (Ок. 1571, Константия, Кипр 16.03.1663, Париж), греч. иером. и проповедник. Получил образование в К поле. Был в числе приближенных Патриархов Неофита II (1602 1603; 1607 1612) и Тимофея II (1612 1620), к рые благожелательно относились к… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ЛАСКАРЬ — [Пигонит, Сирпаган, Каломисид; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Λάσκαρης, Πηγωνίτης, Συρπάγανος (Σηρπάγανος), Καλομισίδης] (2 я пол. XIV после 1425), визант. мелург и певчий. Имя И. Л. достаточно часто встречается в греч. певч. рукописях (самое раннее упоминание …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”